- εὐθυφυής
- εὐθῠ-φῠής, ές,A straight-grown, opp. παρεστραμμένος, cj. Scalig.in Thphr.HP4.2.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθυφυής — εὐθυφυής, ές (Α) αυτός που φύεται ή βλαστάνει κατευθείαν, χωρίς κλίση ή καμπυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φυής (< πιθ. *φύος, το < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek